σύναγμα

σύναγμα
σύναγμα, ατος, τό, ([etym.] συνάγω)
A collection, concretion, such as stone or gravel in the kidneys, Hp.Epid.6.3.7.
2 v.l. for σύνθεμα in LXX Ec.12.11 cod.A.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σύναγμα — collection neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύναγμα — το, ΝΜΑ [συνάγω] συνάθροιση, συσσώρευση νεοελλ. (πετρογρ.) αδρομερής χαλικώδης άμμος αρχ. το αμμώδες υλικό που συσσωρεύεται στην ουροδόχο κύστη ή στα νεφρά …   Dictionary of Greek

  • σύναγμα — το συνάθροιση, σύναξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναγμάτων — σύναγμα collection neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάγματος — σύναγμα collection neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”